- βιράρω
- (λ. ιταλ.), στρέφω τον αργάτη ή το βαρούλκο, για να ανασύρω άγκυρα ή βάρος, τραβώ, σέρνω: Βιράρω την άγκυρα για να ξεκινήσει το πλοίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιράρω — βιράρω, βιράρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βιράρω — 1. στρέφω βαρούλκο για να σηκωθεί η άγκυρα 2. σηκώνω 3. τραβώ προς τα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. virare «στρέφω»] … Dictionary of Greek
βιράρισμα — το [βιράρω] το τράβηγμα για να σηκωθεί η άγκυρα ή να ανυψωθεί κάποιο βάρος … Dictionary of Greek
ξεβιράρω — ναυτ. κατεβάζω φορτίο ή την αλυσίδα τού πλοίου με βαρούλκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βιράρω «έλκω, τραβώ, σηκώνω»] … Dictionary of Greek